Αποκαλύπτοντας την Ομορφιά των Ραγάδων: Αρχαία Ελληνικά Κλωστοϋφαντουργικά σχέδια
Οι Ραγάδες (ελληνικά: ραγάδες) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στα αρχαία ελληνικά για να αναφερθεί σε ένα είδος διακοσμητικού περιγράμματος ή μπορντούρας που χρησιμοποιούνταν συνήθως σε υφάσματα, ιδιαίτερα σε κεντημένα ενδύματα και άλλα πολυτελή υφάσματα. Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό ρήμα «ραγίζω», που σημαίνει «ζώνω» ή «περικυκλώνω». δημιουργήστε ένα διακοσμητικό περίγραμμα ή πλαίσιο. Αυτές οι λωρίδες θα μπορούσαν να είναι κατασκευασμένες από το ίδιο υλικό με το κύριο ύφασμα ή θα μπορούσαν να είναι αντίθετα χρώματα ή σχέδια για να προσθέσουν οπτικό ενδιαφέρον και έμφαση. Οι ραγάδες χρησιμοποιούνταν συχνά σε συνδυασμό με άλλες τεχνικές κεντήματος, όπως η κούνια και η βελονιά, για τη δημιουργία περίπλοκων και περίτεχνων σχεδίων.
Οι ραγάδες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στην αρχαία Ελλάδα κατά την ελληνιστική περίοδο (323-31 π.Χ.), όταν χρησιμοποιούνταν εκτενώς στην πολυτέλεια υφάσματα και ενδύματα που φορούσε η πλούσια ελίτ. Η χρήση των ραγάδων μειώθηκε στη ρωμαϊκή περίοδο, αλλά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται σε ορισμένα πλαίσια, όπως σε θρησκευτικά υφάσματα και ταφικά σάβανα. Σήμερα, ο όρος «ραγάδες» εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών υφασμάτων και κεντημάτων για να περιγράψει αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα της χειροτεχνίας της ελληνιστικής εποχής.



