Κατανόηση Σαλιφόρων Διαλυμάτων και Εδαφών
Σαλιοφόρο σημαίνει που περιέχει ή μοιάζει με αλάτι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που έχει υψηλή συγκέντρωση αλατιού, όπως ένα σαλιοφόρο διάλυμα ή ένα σαλιοφόρο χώμα. Η λέξη προέρχεται από τις λατινικές λέξεις "sal" που σημαίνει αλάτι και "ferreus" που σημαίνει φέρω ή μεταφέρω.



