Κατανόηση της Εκκλησιαστικής Αρχής και της Σημασίας της στην Εκκλησία
Εκκλησιαστικά σημαίνει ότι σχετίζεται με μια εκκλησία ή την οργάνωση και την κυβέρνησή της. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε θέματα που θεωρούνται ότι απασχολούν μόνο την εκκλησία, παρά για το κράτος ή την κοσμική κοινωνία.
Παράδειγμα: Η απόφαση του επισκόπου ήταν οριστική και δεσμευτική σε όλα τα εκκλησιαστικά θέματα.
Σε αυτό το πλαίσιο χρησιμοποιείται η λέξη «εκκλησιαστική» να περιγράψει την εξουσία και τη δικαιοδοσία του επισκόπου εντός της εκκλησίας, σε αντίθεση με την αστική ή κοσμική εξουσία.



