The Fascinating Origins of "Towheaded": Uncovering the History of Light-Colored Hair
Το "Towheaded" είναι ένας καθομιλούμενος ή περιφερειακός όρος που αναφέρεται σε κάποιον που έχει πολύ ανοιχτόχρωμα μαλλιά, συχνά ξανθά ή κιτρινωπά σε απόχρωση. Η λέξη προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "tow", που σημαίνει "λινάρι" ή "κάνναβη" και αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει κάποιον με μαλλιά τόσο φωτεινά και χρυσά όσο το λινάρι ή η κάνναβη. χρησιμοποιείται για να περιγράψει παιδιά με πολύ ανοιχτόχρωμα μαλλιά, ιδιαίτερα εκείνα με ξανθά μαλλιά που δεν έχουν ακόμη σκουρύνει με την ηλικία. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό ή επίθετο και χρησιμοποιείται συχνά με στοργή για να περιγράψει κάποιον με διακριτική ή εντυπωσιακή εμφάνιση.



