Κατανόηση Αναισθητοποίησης: Ορισμός, Παραδείγματα Προτάσεων και Ετυμολογία
Η αναισθησία είναι ένα ρήμα που σημαίνει να προκαλείς σε κάποιον να χάσει τις αισθήσεις του, συνήθως μέσω της χρήσης φαρμάκων ή άλλων ιατρικών τεχνικών. Μπορεί επίσης να αναφέρεται στην πράξη της χορήγησης αναισθητικού. προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «ana» (που σημαίνει «πάνω» ή «ενάντια») και «αισθησία» (που σημαίνει «αίσθηση» ή «αίσθημα»). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1840 για να περιγράψει τη χρήση φαρμάκων για την πρόκληση απώλειας αίσθησης ή συνείδησης. Με την πάροδο του χρόνου, η ορθογραφία τροποποιήθηκε στην τρέχουσα μορφή της. συνείδηση
* επαναφέρω την αίσθηση
* αφυπνίζω



