The Bevatron: Ένας πρωτοποριακός επιταχυντής σωματιδίων της δεκαετίας του 1960 και του 1970
Το Bevatron ήταν ένας τύπος επιταχυντή σωματιδίων που χρησιμοποιήθηκε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 για τη μελέτη της σωματιδιακής φυσικής υψηλής ενέργειας. Κατασκευάστηκε στο Εθνικό Εργαστήριο Lawrence Berkeley (LBNL) στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ και λειτούργησε από το 1962 έως το 1993.
Το Bevatron σχεδιάστηκε για να επιταχύνει πρωτόνια σε πολύ υψηλές ενέργειες, έως και 2,5 GeV (gigaelectrovolts), το οποίο ήταν ένα σημαντικό επίτευγμα την εποχή εκείνη. Ο επιταχυντής αποτελούνταν από μια σειρά από μαγνήτες και κοιλότητες ραδιοσυχνοτήτων που χρησιμοποιήθηκαν για την επιτάχυνση των πρωτονίων σε υψηλές ταχύτητες.
Μία από τις βασικές επιστημονικές ανακαλύψεις που έγιναν χρησιμοποιώντας το Bevatron ήταν η παρατήρηση του σωματιδίου Ωμέγα-μείον, το οποίο είναι ένα υποατομικό σωματίδιο που αποτελείται από τρία κουάρκ. Αυτή η ανακάλυψη έγινε από μια ομάδα φυσικών με επικεφαλής τον Ernest Lawrence, ο οποίος κέρδισε το Νόμπελ Φυσικής το 1962 για την εργασία του στο Bevatron.
Το Bevatron χρησιμοποιήθηκε επίσης για τη μελέτη άλλων σωματιδίων υψηλής ενέργειας, όπως τα πιόνια και τα μιόνια, και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της σύγχρονης σωματιδιακής φυσικής. Ωστόσο, έκτοτε παροπλίστηκε και αντικαταστάθηκε από πιο προηγμένους επιταχυντές, όπως ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων στο CERN.



